- τριηραρχίας
- τριηραρχίᾱς , τριηραρχίαcommand of a triremefem acc plτριηραρχίᾱς , τριηραρχίαcommand of a triremefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτριηράρχημα — ἐπιτριηράρχημα, τὸ (Α) [επιτριηραρχώ] η υπηρεσία τής τριηραρχίας που παρατείνεται πέρα από τον καθορισμένο από τον νόμο χρόνο … Dictionary of Greek
μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… … Dictionary of Greek
τριηράρχημα — τὸ, Α [τριηραρχῶ] 1. η δαπάνη τής τριηραρχίας 2. το υπό τον τριήραρχο πλήρωμα ναυτών («οὔτε γὰρ τῷ τριηραρχήματι οὔτε τοῑς ἐπιβάταις καὶ τῇ ὑπηρεσίᾳ χρήσοιτο», Δημοσθ.) 3. (στην αρχ. Αίγυπτο) φόρος ο οποίος προοριζόταν για τη συντήρηση πλοίου … Dictionary of Greek
τριηραρχία — η, ΝΜΑ [τριηράρχης] (στην αρχ. Αθήνα) μορφή δημόσιας λειτουργίας τής αθηναϊκής πολιτείας την οποία αναλάμβαναν οι ευπορότεροι πολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν μία τριήρη («οἶδ ὅτι καὶ τριηραρχίας μισθοὺς και εἰσφορὰς τοσαύτας… … Dictionary of Greek